ὀπέων

ὀπέων
ὀπάων
comrade
masc nom/voc sg (ionic)
ὀπή
opening
fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οπέων — ὀπέων, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. οπάων …   Dictionary of Greek

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • οπάων — ὀπάων, ονος, ιων. τ. ὀπέων, ωνος ή ονος, ὁ (Α) 1. σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής 2. υπασπιστής 3. ακόλουθος, θεράπων («οἵ τέ σφεων ὀπέονες ἀποπεμφθέντες... ἀποκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου», Ηρόδ.) 4. ως επίθ. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”